γεφυρωτικός

γεφυρωτικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεφύρωση
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γεφυρωτικά
τα υλικά και τα έξοδα για την κατασκευή μιας γέφυρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”